2012
Νίκος
Ναζίρης
Επιμέλεια:
Πελαγία Μαστρογιαννίδου, Πάρις Τακόπουλος,
Ζωή
…………………………
auto
σελ.(5)
ΜΕΡΟΣ
Α΄ Εισαγωγή στο έργο, Εισαγωγές Ασθενών,
Διάλογος.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΤΟ έργο
Αίθουσα
υποδοχής του νοσοκομείου. 'Όλα λευκά
εκτός απ τα πορτρέτα των γιατρών, στους
τοίχους. Ένας αρκετά μακρόστενος καναπές,
πίσω στο βάθος της σκηνής, στο κέντρο.
Δίπλα του, από δεξιά όπως βλέπουμε, μια
πόρτα που οδηγεί στου ιατρού το γραφείο.
Δεξιά και αριστερά του καναπέ , καθώς
και στις γωνιές των τοίχων, ανθοστήλες
με όμορφα φυτά και λουλούδια. Από πάνω
απ τον καναπέ ένας φεγγίτης σηματοδoτή
το πέρασμα της μέρας, ενώ ένα ρολόι δίπλα
του τον κοινωνικό χρόνο. Άνθρωποι
περιφέρονται , μπαινοβγαίνουν, φαίνονται
αρκετά απασχολημένοι.
Είναι
μια όμορφη μέρα από κάπου ακούγεται
σιγανά, μια ανέμελη και ευχάριστη
μουσική. Μουσική «Ίρμα γλυκιά»
Μία
γιαγιά εμφανίζεται από αριστερά όπως
(βλέπουμε την σκηνή) διασχίζοντας την
αργά μα σταθερά την σκηνή από το ένα
άκρο στο άλω. Από απέναντι εμφανίζεται
ένας νεαρός κρατώντας μια στοίβα χαρτιά,
και την προσπερνά χωρείς καν να την δε.
Έπειτα επανεμφανίζεται απ την άλλη
μεριά, βαστώντας κάτι κουτιά. Γενικά ο
νεαρός κάνει το πέρα δώθε αρκετές φορές,
μέχρι η γιαγιά να φτάσει στο άλλο άκρο.
Κατά την διάρκεια που διαδραματίζεται
αυτή σκηνή, με τον νεαρό και την γιαγιά,
μια παχιά γυναίκα ερχόμενη από την μεριά
των θεατών, διασχίζει την σκηνή οριζόντια,
πάει, και κάθετε στην άκρη του καναπέ
απ την μεριά της πόρτας του γραφείου.
Από το οποίο βγαίνει ένας παπάς , Αυτός
βιαστικός, κατευθυνόμενος προς τους
θεατές, διασχίζει την σκηνή, οριζοντίως
και συναντιέται με μια άλλη γυναίκα που
πορεύεται κατά τον ίδιο τρόπο της
προηγουμένης, η οποία πάει και κάθεται
δίπλα στην άλλη.
Γυναίκα:
(υποταχτικά)-Ευλογείτε
Παπάς:
(Με κύρος) -Ο
Κύριος
Η
πόρτα του γραφείου ανοίγει βγαίνει ο
γιατρός χωρείς να κοιτάξει κατευθύνεται
προς την δεξιά μεριά της σκηνής, από
όπου έρχεται μια γιαγιά, η οποία πάει
προς τον καναπέ. Από πίσω της έρχεται
ένας ώριμος άντρας ο οποίος προσπερνώντας
την, κατευθύνετε προς ,
στην αριστερή πλευρά του καναπέ.
Εμφανίζεται από πίσω του ο νεαρός ο
οποίος προσπερνώντας την γιαγιά και
αυτόν πάει και κάθεται πρώτος, στην άκρη
της αριστερής πλευράς του καθιστικού.
Εν
το μεταξύ ο παπάς επιστρέφοντας από
εκεί που έφυγε, και αφού ανοίγει την
πόρτα του γραφείου γιατρού και δεν
βρίσκει κανέναν, κάθεται στο κέντρο του
καναπέ, σχεδόν ταυτόχρονα με την γιαγιά.
Κάθονται όλοι ακούνητοι με στραμμένο
το βλέμμα και ακίνητο, προς το κοινό.
Εκείνη την στιγμή ακούγεται ένας
χαρακτηριστικός θόρυβος απ την μεριά
του ρολογιού και όλοι μαζί, με μια κίνηση,
στρέφοντας με τον ίδιο τρόπο το βλέμμα
τους, το κοιτούν . Το ρολόι γυρνά και οι
άνθρωποι γυρνούν ταυτόχρονα το κεφάλι
και κοιτούν προς την πόρτα του γραφείου.
Αυτό επαναλαμβάνεται μερικές φορές.
Ώσπου εμφανίζεται ο γιατρός συνοδευόμενος
από δυο νοσοκόμες. Η ομάδα συζητώντας
έντονα διασχίζει την σκηνή, προσπερνώντας
τον καναπέ φτάνει στην άλλη άκρη της,
ενώ οι άνθρωποι τους παρακολουθούν με
το βλέμμα, στραμμένο απάνω τους.. Η ομάδα
φτάνει ως την άλλη άκρη της σκηνής και
ξανακάνει την ίδια διαδρομή προς την
άλλη πλευρά κάτω απ το σχεδόν πια
απελπισμένο βλέμμα των καθισμένων. Το
ρολόι ξανακάνει θόρυβο το κοιτούν ενώ
η πόρτα του γραφείου ανοίγει και από
μέσα βγαίνουν τρέχοντας στην σκηνή
πολλά μικρά παιδιά, τα οποία αρχίζουν
να παίζουν χορεύοντας, και κάνοντας
ότι μαζεύουν λουλούδια, από ένα φανταστικό,
λιβάδι. Από δεξιά και αριστερά της σκηνής
έρχονται τα μέλη της χορωδίας τα οποία
παίρνουν θέση πίσω απ τον καναπέ. Η
μουσική αλλάζει και τα παιδιά κάθονται
στο πάτωμα, μπροστά και γύρο απ τον
καναπέ. Κατά την διάρκεια όλων αυτών
μια γιαγιά ίδια με την πρώτη, με ένα
σακούλι στον ώμο, συνεχίζει να κατευθύνεται
προς τον καναπέ. Δεν βρίσκει θέση να
καθίσει και στέκεται στη μέση της σκηνής,
ενώ τα παιδιά μαζεύονται γύρο της. (Τα
φώτα αλλάζουν τώρα,φωτίζοντας μόνο τα
παιδιά με την γιαγιά.)
Παιδιά:-Έφυγαν
τα χελιδόνια Ήρθαν οι κοκκινολαίμηδες,
ταξίδεψαν με τα σύννεφα και ξεχύθηκαν
σελ.(6)
απ
τον ουρανό πάνω στα δέντρα! Είναι
χαρούμενα τα δέντρα και εμείς που τους
είδαμε!. (Η
γιαγιά, αργά και με τρεμάμενα χέρια,
βγάζει ένα λάπτοπ απ το σάκο της, όλα τα
παιδιά μόλις το βλέπουν αναφωνούν με
θαυμασμό)
– Α! α α α!
Χορωδία:
΄(Ξεκινά το τραγούδι και σιγά σιγά
έρχεται μπροστά στην σκηνή κρύβοντας
τον καναπέ, με τρόπο ώστε να πιάσει όλο
το μήκος της σκηνής) –«Ένα μύθο θα σας
πω» Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού οι
ηθοποιοί σηκώνονται κι αφού περνούν
μπροστά απ την χορωδία ένας ένας,
στέκονται για λίγο στο κέντρο της σκηνής,
υποκλίνονται και αποχωρούν.
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ:
-Τα
παιδιά μας στέλνουν μήνυμα! Προστατεύουμε
την ζωή που έρχεται γιατί εκεί πηγαίνει
η δική μας που φεύγει!
Παιδικές
φωνές:
στου
θεάτρου την σκιά
από
κάτω ας σταθούμε
νέοι
γέροι και παιδιά
Έναν
μύθο να σας πούμε
Επεισόδιο
Α΄
To
συκώτι.
Φωνή
Άνδρα:
Από δω, από δω!
Φωνή
Γυναίκας:
Μα από δω;
Φωνή
Α:
Ε, τι να κάνουμε κυρία μου; Στην είσοδο
είναι ένα αυτοκίνητο.
Φωνή
ΑΝΔΡΑ,Β -Μα
ποιος παρκάρισε το αυτοκίνητό του στην
είσοδο;
Στο
διάδρομο εμφανίζονται δύο σκιές που
μεταφέρουν ένα φορείο.
Φωνή
Γυναίκας:
Προχωρείτε, προχωρείτε τώρα.
Φωνή
Άνδρα Α: Καλά,
καλά, μα είναι κατάσταση αυτή;
Οι
σκιές προσπερνούν βιαστικά την πόρτα.
Μπαίνουν
στην σκηνή φουριόζοι δυο άντρες
κουβαλώντας ένα φορείο, πριν φτάσουν
στο μεσαίο κρεβάτι , ο ένας σκουντουφλά
και κάτι πέφτει απ το φορείο στο πάτωμα.
Ο πρώτος τραυματιοφορέας βγάζει ένα
επιφώνημα ο Άλλος αφήνει το φορείο
και πάει να πιάσει αυτό που έπεσε .
-ΠΡΩΤΟΣ
– Τι ήταν
αυτό; .Εν
το μεταξύ ο ασθενής κατρακυλάει θεαματικά,
στο πάτωμα
Δεύτερος-
Πορτοφόλι!
ΠΡΩΤΟΣ
(που
αφήνει κι αυτός το φορείο, σβέλτα
πιάνοντας το χέρι του του Δεύτερου)
–Για να δω! ..Πορτοφόλι;! Αμόρφωτε!
Αυτό είναι Συκώτι! (Κοιτώντας
επιτιμητικά τον άλλον)
–Σιχαμένε ! Βάλτο γρήγορα στην θέση
του.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
σκύβει
με το αντικείμενο προς το φορείο το
βλέπει άδειο , κοιτά δεξιά , αριστερά.
Εντοπίζοντας τον ασθενή αναίσθητο λίγο
πιω κάτω.
(κατ
ιδίαν)
-Ωχ! (Στον
άλλον)
--Βοήθα έρχεται ο γιατρός! Σηκώνουν
τον τραυματία και τον αποθέτουν όπως
όπως στο κρεβάτι. Εμφανίζετε ο Γιατρός
. Ο Πρώτος κάνει νόημα στον Δεύτερο να
πάρει το αντικείμενο που το άφησε πάνω
στην βιασύνη του, να πέσει κάτω, και
να το βάλει στον τραυματία. Όμως ο γιατρός
είναι ήδη κοντά οπότε πάνω στην σαστιμάρα
του, ο Δεύτερος το δίνει στον Πρώτο.
Αυτός βλέποντας τον γιατρό το κρύβει
πίσω απ την πλάτη του.
Ο
γιατρός μη δίνοντας σημασία πιάνει το
χέρι του Ασθενή
ΠΡΩΤΟΣ
– Χάλια!
Είναι πολύ χάλια γιατρέ
Γιατρός
σηκώνει το κεφάλι του κοιτώντας τον
αυστηρά με την άκρη του ματιού του.-
Καλά μπορείτε να πηγαίνετε τώρα (σκύβει
πάλη στον ασθενή)
.
ΠΡΩΤΟΣ
(αμήχανα)
εε Γιατρέ…
σελ.(7)
ΓΙΑΤΡΟΣ
(ενοχλημένος)
–Παρακαλώ
ΠΡΩΤΟΣ
– Μμμ να
τίποτα είναι κι αυτό!
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Τι είναι
αυτό;
ΠΡΩΤΟΣ
– Ξέρω εγώ…
Που να ξέρω εγώ… Του ‘πεσε καθώς
ερχόμασταν και… ( Το
αφήνει με τρόπο και κάνοντας νόημα στον
Δεύτερο παίρνουν το φορείο και φεύγουν
βιαστικά. Καθώς αποχωρούν ο Πρώτος
μουρμουρίζει απειλητικά.
ΓΙΑΤΡΟΣ
( κοιτά
μια αυτούς και μια το αντικείμενο).
–Τι είναι
αυτό;; (Το
σηκώνει όπως ο Άμλετ την νεκροκεφαλή.
Με στόμφο)-Ένα
συκώτι κατάμαυρο ! ! (Αλλάζοντας
έκφραση κοιτά έντρομα τον ασθενή)
-Θεέ μου θα λιγοθυμήσω! (Αφήνει
το αντικείμενο και βάζοντας το χέρι
στην τσέπη, βγάζει ένα μπουκάλι
ουίσκι , και αφού πίνει μια γερή δόση,
μονολογεί)
– Αχ.! Πως ν’ αντέξει κανείς! Πια μοίρα
σε έστειλε σε μένα καημένε, σηκωτό, ώστε
να αντικρίσουν τα μάτια μου, το συκώτι
σου, σ 'αυτό το χάλι ! Πες μου πώς να
γιατρέψω εγώ, αυτό το πράμα που σου έπεσε
κιόλας , (κοιτώντας
το πάτωμα)
μαντάρα, μας έκανες !
ΚΩΣΤΑΣ
(που
εν τω μεταξύ βρίσκει τις αισθήσεις του)
-Που είμαι τι Έχω;
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Ξαφνιασμένος
κρύβει πίσω απ την πλάτη του τα αντικείμενα.
Αμέσως αποκτώντας την αυτοκυριαρχία
του)
-Τι έχετε;! ( λυπημένα)
– Τι δεν έχετε, ρωτήστε καλύτερα (
Έπειτα
σαν να κατάλαβε την σοβαρότητα της
περίπτωσης, αφήνοντας πάνω στον
ασθενή τα αντικείμενα φωνάζει
). -Χειρουργείο! Γρήγορα χειρουργείο
ο ο…
ΚΩΣΤΑΣ
(πιάνοντας
το μπουκάλι)
– Ωωα!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(αυστηρά)
– Άστο κάτω αυτό! (Ο
ασθενής το κρατεί γερά, ο γιατρος δεν
μπωρεί να το πάρει. Εμφανίζεται φουριόζα
μια νοσοκόμα)
ΒΙΒΗ
–Μα δεν
έχουμε χειρουργείο!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(προσπαθώντας
να πάρει το μπουκάλι , απ τον ασθενή,
δίχως να τον δει η νοσοκόμα)
– Αστ,.. Α! ... ναι δεν έχουμε ! Τι είναι το
χειρουργείο, κότερο για να έχουμε.. Που
είναι αυτοί;
ΒΙΒΗ
(σαν
να μην άκουσε) - Το ΕΚΠΑΖ έχει χειρουργείο,
(Δυνατότερα)
–Ποιοι;;
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Αυτοί που
τον φέρανε! Φωνάξτε το ΕΚΠΑΖ, Ε,Ε,
αυτούς
που τον φέρανε
ΒΙΒΗ
(προσπαθώντας
να καταλάβει τη γίνεται πίσω απ την
πλάτη του γιατρού)
-Ποιοι τον φέρανε;
ΓΙΑΤΡΟΣ
(ελισσόμενος
κατά την φορά του περίεργου βλέμματος
της νοσοκόμας)
– Οι τραυματιοφορείς , ευλογημένη !
Τρέξτε ο άνθρωπος χρήζει χειρουργείου
επείγόντως! Πρέπει να πάει στην Αθήνα!
( Στον
ασθενή)
- Είπα άστο κάτω!
ΒΙΒΗ
– είπατε
κάτι;
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Ακόμα εδώ
είστε;;
ΒΙΒΗ
(αποχωρεί φωνάζοντας) – Παιδιά
αα Παιδιά! Εν όσο ο Γιατρός προσπαθεί
να αποσπάσει απ τα χέρια του ασθενή το
μπουκάλι καταφθάνουν οι
τραυματιοφορείς, με αναμμένα τσιγάρα
.
Σελ.(8)
Φωνή
από μέσα – Τα
τσιγάρα σας
ΤΡΑΥΜΑΤΙΟΦΟΡΕΙΣ
(μαζί) – Μόλις
το ανάψαμε! (Βλέποντας
τον γιατρό τα κρύβουν πίσω τους, όπως ο
γιατρός το μπουκάλι.)
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Με
μια θεαματική κίνηση, τελικά, παίρνει
το μπουκάλι απ τα χέρια του ασθενή, και
το κρύβει ξανά το πίσω απ την πλάτη του)
- Τι μου τον φέρατε εδώ ! Ο άνθρωπος
χρειάζεται να χειρουργηθεί επειγόντως!
Πηγαίνετε τον κατευθείαν στο πλοίο!
ΠΡΟΤΩΣ
(κρύβοντας
με τον ίδιο ακριβός τρόπο του γιατρού,
το τσιγάρο
του
)- Δεν υπάρχει καράβι για “μέσα” γιατρέ,
δεν το ξέρατε;
ΚΩΣΤΑΣ
(που
αρπάζει το τσιγάρο του πρώτου)-
ωαα!
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Να του
χορηγηθεί αμέσως ορός, και να εισαχθεί
στο νοσοκομειακό αυτοκίνητο, ούτως
ώστε να μεταβεί με το πρώτο πλοίο!
(βλέποντας
τον Πρώτο που παίρνει πίσω το τσιγάρο
απ τον τραυματία)- Τι
είναι αυτά!
ΠΡΩΤΟΣ
– ΕΕ
αυτά είναι… Αυτά!
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Για
συμμαζευτείτε ! Πάω να ειδοποιήσω τα
εφημερεύοντα! Και σβηστέ αυτά τα
βρωμοτσίγαρα ..Επιτέλους, εδώ είμαστε
νοσοκομείο!
Οι
Τραυματιοφορείς τον πιάνουν και τον
σηκώνουν σαν σακί
ΓΙΑΤΡΟΣ
(έξαλλος)
– Έλεος! Που είναι το φορείο !
ΠΡΩΡΟΣ
-Στο
αυτοκίνητο
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
(Αυστηρά)–
Γιατρέ μας καθυστερείτε
ΓΙΑΤΡΟΣ
(απελπισμένα)-Πηγαίνετε,
πηγαίνετε!
ΠΡΩΤΟΣ
(καθώς
φεύγουν)
-Άλλο και πάλι ετούτο, εισαγωγική σε
αυτοκίνητο!
Φεύγουν
με τον ασθενή,
ΓΙΑΤΡΟΣ
(μένοντας
μόνος του βγάζει το μπουκάλι)
– Πώς να αντέξει κανείς (Πέφτει
η ματιά του στο συκώτι )
- Ωχ! (το
πιάνει και βαστώντας απ το άλλο χέρι το
μπουκάλι, φωνάζει)
- Το συκώτι του! Το συκώτι!
Φωνές
απέξω ,
- Αυτό είναι αδιανόητο!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(απελπισμένα)
Θεέ μου τι ζω;!
Φωνές
από έξω – Μα
ποιος παρκάρισε πάλη μπροστά στην
είσοδο. ( Τα
φώτα χαμηλώνουν)
ΓΙΑΤΡΟΣ
(τείνοντας
δραματικά στους θεατές το μπουκάλι και
το συκώτι)-Τους
θεατές Θεούς, παρακαλώ να με γλυτώσουν
απ τα βάσανα … κλπ (Μονόλογος
του φύλακα απ την τραγωδία της Αντιγόνης).
Μπαίνουν
φουριόζοι και αγανακτισμένοι οι
τραυματιοφορείς με το φορείο και τον
ασθενή επάνω του.
ΓΙΑΤΡΟΣ
–(κρύβοντας
τα αντικείμενα)
-Ήρθατε κιόλας;!
ΠΡΩΤΟΣ
-αυτό είναι
εγκληματική αδιαφορία! Έχουν φράξει
την πόρτα, ένας βλάκας πάρκαρε
σελ.(9)
στην
είσοδο επάνω ακριβώς!
ΚΩΣΤΑΣ(σηκώνεται
δίχως να γίνει αντιληπτός και ψάχνει
μέσα στο πουκάμισο του και βάζει τις
φωνές)
- Το συκώτι μου! Κάποιος μου άρπαξε το
συκώτι!
Οι
υπόλοιποι κοιτούν αμήχανοι προς
αυτόν και μετάξι τους. Ο γιατρός προβάλλει
το χέρι με το οποίο κρατά το συκώτι
κοιτώντας το προσεκτικά , ενώ του
έρχονται γέλια απελπισίας. Ο ασθενής
τον πλησιάζει με κόπο για να πάρει το
συκώτι ενώ ο γιατρός το τείνει προς τους
θεατές φωνάζοντας τραγικά με κλαυσίγελο)
ΓΙΑΤΡΟΣ
-
Ποιανού είναι αυτό το συκώτι ιιιι!
ΚΩΣΤΑΣ
– Του
Προμηθέα!!
Όλοι
μαζί – Του
ΠΡΟΜΗΘΕΑ;;;!
ΚΩΣΤΑΣ
-Ναι!
η ψησταριά « Προμηθέας», προμηθεύει τα
καλύτερα! Γι αυτό το συκώτι κόντεψα να
σκοτωθώ! (Στον
γιατρό)
Και θα μου το φας εσύ τώρα;
ΓΙΑΤΡΟΣ
(βάζοντας
βιαστικά και με βουλιμία το συκώτι στην
τσέπη του. Στον ασθενή αυστηρά)
– Θα το πάρετε φεύγοντας. (Αλλάζοντας
τόνο)
Να ξαπλώσετε τώρα (κάνει
νόημα στους τραυματιοφορείς οι οποίοι
τον οδηγούν στο κρεβάτι)
Ησυχάστε ηρεμήστε θα σας φροντίσουμε.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
(στον
πρώτο κοροϊδευτικά,
) -Αμόρφωτε, σιχαμένε (καθώς
αποχωρούν με άδειο το φορείο έρχονται
αντιμέτωπη με το καροτσάκι που μεταφέρει
τα φαγητά )
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
-Πρόσεχε
Παλικάρι μου
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
-Στραβομάρα
α α α!
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
(μόνη
στην σκηνή με το καροτσάκι)
–Αμόρφωτε σιχαμένε
(Έπειτα
συνεχίζει προσπερνώντας όλο το πάλκο
της σκηνής οριζόντια ενώ ακούγεται ο
χαρακτηριστικός θόρυβος χαλασμένου
καροτσιού γεμάτο παλιοσίδερα. Καθώς
χαμηλώνουν τα φώτα εντελώς, ακούγεται
πάλη με γλυκιά φωνή).
- Το φαγάκι σας!
Αυλαία
Τα φώτα ανάβουν κατά τον ίδιο τρόπο,
φωνή από έξω.
Ήταν ατύχημα!
Επεισόδιο
Βα΄ (η εισαγωγή του Γιάννη)
Τρία
κρεβάτια το μεσαίο κενό εμφανίζονται
οι τραυματιοφορείς. Συνοδεύονται από
έναν κυνηγό άρτια εξοπλισμένο. Ο Κυνηγός
χτυπιέται σπαρακτικά, καθώς οι
τραυματιοφορείς τοποθετούν τον τραυματία
στο κρεβάτι.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
–Ήταν ατύχημα
Γιάννη ήταν ατύχημα!
ΚΩΣΤΑΣ΄
-Τι έγινε;;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ–
Ο γιατρός ,
που είναι ο γιατρός;
ΠΡΩΤΟΣ
(Δυνατά)
–Ανόητοι , βλάκες, ηλίθιοι!
ΒΙΒΗ
(εισέρχεται
βιαστική , απευθυνόμενη στους
τραυματιοφορείς)
– Τι συνέβη;;
ΓΙΑΝΝΗΣ
(γοερά)
-Πεθαίνω!
ΒΙΒΗ
(αυστηρά)
Δεν ρώτησα εσάς!
ΠΡΩΤΟΣ
(εκνευρισμένα)
-Βάλτε ένα απαγορευτικό σήμα στην πόρτα!
σελ(10)
ΒΙΒΗ
–Μα έχει
σήμα η πόρτα!
ΠΡΩΤΟΣ
–Να βάλλεται
κι άλλο !
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Πονάω !
ΒΙΒΗ
(Δυνατά)
–Ησυχία! σας παρακαλώ να συγκεντρωθούμε!
ΠΡΩΤΟΣ
-Στο τέλος
θα φέρνουμε τους τραυματίες απ τα
παράθυρα!
ΒΙΒΗ
-μισώ λεπτό,
Δεν είναι δική μας δουλεία αυτό
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
( υπηρεσιακά)
–Στον δρόμο χρειάζεται το σήμα , εκεί
που είναι, δεν φαίνεται
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
–Μα
τι λέτε τώρα; Είστε καλά! Φωνάξτε τον
γιατρό γρήγορα
Φωνή
–Ποιανού
είναι αυτό το αυτοκίνητο μπροστά στην
είσοδο!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
– Δικό
μου! Μην το πειράξετε!
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Βοήθεια τα
παΐδια μου
ΒΙΒΗ
–Α
ώστε εσείς παρκάρατε στην πόρτα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
-Ναι
τώρα για τον Γιάννη (Στον
Γιάννη)
Υπομονή θα ‘ρθει ο γιατρός! (Στην
νοσοκόμα)
–Φέρτε τον γιατρό τώρα!
ΒΙΒΗ
–Πηγαίνω!
Κι εσείς να το πάρετε αμέσως! Εκεί
παρκάρει ο γιατρός!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
–Α! χα του
γιατρού είναι το αυτοκίνητο
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
–Το
αυτοκίνητο είναι δικό μου!
ΒΙΒΗ
(αυστηρά
)
–Πάρτε το, τώρα!
Ακούγονται
φωνές και γαβγίσματα –Τα
Ποιανού είναι αυτά τα σκυλιά;;, Φύγανε
τα σκυλιά
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
–Αμάν ! μην
τα πειράξετε είναι δικά μου! (στον Γιάννη)
-Γιάννη ήταν ατύχημα
ΠΡΩΤΟΣ
–Ατύχημα !
(κουνώντας
το κεφάλι επιδοκιμαστικά)
-Πάμε κι εμείς (φεύγουν)
ΒΙΒΗ
(στον ασθενή
που παρακολουθεί) –Τι κοιτάτε; Ξαπλώστε
στο κρεβάτι σας .
ΚΩΣΤΑΣ
-Γιατί
απαγορεύεται;
ΒΙΒΗ
–Διάλογο θα
ανοίξουμε τώρα;
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Πεθαίνω
ΒΙΒΗ
–Και λοιπόν
; Είναι ανάγκη να κάνετε φασαρία;
ΓΙΑΝΝΗΣ,
ΚΩΣΤΑΣ (μαζί
δυνατά)
Πεθαίνω - Πεθαίνει!
ΒΙΒΗ
(Φεύγοντας)
–Αυτό ήταν! πάω να φέρω το γιατρό να σας
κανονίσει!
Κώστας
–(στην
νοσοκόμα)
–Α γι αυτό θα τον φέρετε! Για τον
τραυματισμένο, φέρτε τον ανθοπώλη!
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Πάω χάθηκα,
σε τρελοκομείο με φέρανε. (δυνατά)
Έναν γιατρό!
-Θα
γίνεται καλά, μη ανησυχήστε η Αίγινα
έχει τους καλύτερους γιατρούς του
Αργοσαρωνικού
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Χα ! Από
πότε;
ΚΩΣΤΑΣ
–Από τότε
που ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος!
ΓΙΑΝΝΗΣ’
–Τι πράγμα;
Ας γελάσω! Η Πρώτη πρωτεύουσα ήταν το
Ναύπλιο! Είναι γνωστό αυτό!
ΒΙΒΗ
(μπαίνει
βιαστικά)
-Ήρθε ο γιατρός;
ΚΩΣΤΑΣ’
–Ανιστόρητε!
ΓΙΑΝΝΗΣ
- Ανιστόρητος;
Εγώ! Αχ!,
ΚΩΣΤΑΣ’
–Τις πατάτες
ΒΙΒΗ
(κοιτά
τριγύρω ψάχνοντας τον γιατρό).
–Δεν ήρθε ο γιατρός!
ΓΙΑΝΝΗΣ’
–Τις πατάτες;
Τι τις πατάτες;;! Ο γιατρός;
ΚΩΣΤΑΣ
(με
νόημα)
– Τις πατάτες ντε…
ΓΙΑΝΝΗΣ
– (κάνοντας
μια γκριμάτσα πόνου)
Πιες πατάτες
ΚΩΣΤΑΣ
-Τις τηγανιτές,
μήπως ξέρεις πότε ανακαλύφθηκαν;
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Απ
τον Καποδίστρια στο Ναύπλιο! Αυτό είναι
γνωστό!
ΒΙΒΗ
(απορημένα)
Αυτός ανακάλυψε τις πατάτες;;
ΓΙΑΝΗΣ’-
Ναι στο Ναύπλιο! Έχουμε αποδείξεις γι
αυτό! Πού είναι ο γιατρός;
ΚΩΣΤΑΣ
- Και εμείς
έχουμε τις δικές μας αποδείξεις
Ανιστόρητε! Οι πρώτες πατάτες φαγώθηκαν
εδώ στην Αίγινα! Την πρώτη πρωτεύουσα
της Ελλάδος
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Αυτό είναι
καπηλεία!
ΚΩΣΤΑΣ
-Θα με πεις
και αρχαιοκάπηλο τώρα;; Για τον ξενοκαρφίτη!
Το βλέπεις το stand
ε; το
σελ(11)
βλέπεις!
ΓΙΑΝΝΗΣ
- Για έλα
και θα γίνει της Γάζας (Φωνάζει)
–Λευτέρη το δίκαννο!
ΚΩΣΤΑΣ
- Πίσω και σ΄ έφαγα ‘άτιμε Ναυπλιώτη!
ΒΙΒΗ
–Παναγιά
μου Τρελαθήκατε; Μα που βρίσκεστε!; Στα
κρεβάτια σας τώρα! Εδώ είναι νοσοκομείο!
ΓΙΑΝΝΗΣ
(έτοιμος
να επιτεθεί)
-Ουρτ! Παλιαρβανίτη κανατά , που θες και
τίτλους
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Μπαίνει
βιαστικός , φαίνεται ταλαιπωρημένος,
οι ασθενείς ξαπλώνουν αμέσως σαν να μην
συνέβη τίποτα)
-Δυο ώρες έκανα να παρκάρω! Που είναι το
περιστατικό;
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Εδώ, εγώ
είμαι το περιστατικό
ΓΙΑΤΡΟΣ
(σκύβοντας
στον ασθενή)
-Τελικά έδωσαν λύση οι Γερανοί!. Τη σας
συνέβη;
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Οι Γερμανοί!
Αχ , ναι, αυτοί! πάντα βρίσκουν λύσεις!
ΚΩΣΤΑΣ
-Δεν χόρτασαν που δουλέψαμε για αυτούς
τόσα χρόνια, μας πήρανε τα σώβρακα, μας
παίρνουν και τα αυτοκίνητα τώρα!
ΕΞΕΤΑΣΗ
ΓΙΑΤΡΟΣ
-Ηρεμήστε
Σας παρακαλώ, (στοργικά)
Πως σας λένε;
ΓΙΑΝΝΗΣ
– Εμένα;
ΓΙΑΤΡΟΣ
–Ναι
ΓΙΑΝΝΗΣ
(κουρασμένα)
-Γιάννη, Εσένα;
ΓΙΑΤΡΟΣ
-Αφήστε
με εμένα
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Γιατί;
Να μην ξέρω;
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Σοβαρά)
–Κοιτάξτε, είμαι ο Γιατρός
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Ε, και
λοιπόν, Δεν έχεις όνομα;
ΓΙΑΤΡΟΣ
-Έχω, αλλά…
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Ε, πες τω
χριστιανέ μου , όπως σου είπα κι εγώ, το
δικό μου, μην ντρέπεσαι!
ΓΙΑΤΡΟΣ
– Δεν
ντρέπομαι, όμως οι ερωτήσεις είναι μέρος
της εξέτασης για να διαπιστώσουμε αν
έχετε κάποιο εσωτερικό πρόβλημα, και
γίνονται από μένα.
ΓΙΑΝΝΗΣ
(θυμωμένα)
–Φίλε αν θες να συστηθούμε έχει καλώς
, αλλιώς παράταμε στον πόνο μου!
ΓΙΑΝΝΗΣ
(εκνευρισμένος)
-Κύριε εάν θέλετε να σας περιθάλψουμε,
απαντάτε στις ερωτήσεις χωρείς σχόλια,
για να μπορέσουμε να συνεργαστούμε!
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Σε όποιον
λέω το όνομα μου θέλω να ξέρω και το δικό
του . Θέλω να ξέρω σε ποιον λέω το όνομα
μου! Είναι κακό αυτό!;
ΓΙΑΤΡΟΣ
(απεγνωσμένος)
–Κακό είναι ότι κάθομαι εδώ και συζητώ
μαζί σας ενώ περιμένουν 50 ασθενείς να
εξεταστούν ! Κακό είναι ότι κάνοντας
εξυπνάδες δεν βοηθάτε εμένα ούτε των
εαυτό σας, κακό είναι να αναγκαστώ να
σας διώξω απ το νοσοκομείο για ανάρμοστη
συμπεριφορά! Τέλος κακό είναι ότι σας
φέρανε εδώ ενώ εσείς χρειάζεστε ψυχίατρο!
ΓΙΑΝΝΗΣ
(πιάνοντας
απ την ποδιά τον γιατρό που ετοιμάζετε
να φύγει, απρόσιτος και φανερά
ενοχλημένος)-Πες
μου πως σε λένε , γιατί εγώ μπορεί να μην
ζήσω, και μην μου κρατάς κακία.!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(με
δυσκολία)
- ...Σωτήρη
ΓΙΑΝΝΗΣ
–Έτσι
μπράβο! Δεν αισθάνεσαι καλύτερα τώρα;;
Ήταν τόσο δύσκολο; Θα είχαμε τελειώσει,
και θα ήμασταν και δυο ευχαριστημένοι!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(σιγανά
θυμωμένα)
Ωραία αφήστε κάτω την μπλούζα τώρα!
Ο
Γιατρός πάει να φύγει μα ο ασθενής, κρατά
ακούνητος σταθερά την μπλούζα του .
Κάνει νόημα στην νοσοκόμα που παρακολουθούσε
τόση ώρα, η οποία συμμορφώνεται και
προσπαθεί να ελευθέρωση την ποδιά του
γιατρού.)
ΒΙΒΗ:
( Σηκώνεται κοιτώντας τον γιατρό και
με ένα βλέμμα απελπισμένο, του ψελλίζει).
–Πέθανε!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
(απελπισμένος)
– Τώρα! Δεν μπορεί! Είναι αδύνατον! Μα
πως;; Και γω τη να κάνω;;! (Προσπαθώντας
μαζί με την νοσοκόμα να αποδεσμεύσει
την μπλούζα του σιγανά)
– Φωνάξτε αυτούς
ΒΙΒΗ
(συγχυσμένη)
– Ποιους;
σελ(12)
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Δυνατά)
Τους τραυματιοφορείς, ευλογημένη! Τους
τραυματιοφορείς!
ΒΙΒΗ
(φεύγει
τρέχοντας)
– Παιδιά α παιδιά ααα
Η
νοσοκόμα αποχωρεί τρέχοντας , Ο γιατρός
δεν μπορεί να ανοίξει τα χέρια του ασθενή
που φαίνεται να έχουν κοκαλώσει . Η
Νοσοκόμα επιστρέφει μαζί με τους
τραυματιοφορείς, οι οποίοι και αυτοί
προσπαθούν να αποσπάσουν την μπλούζα
απ το χέρι του νεκρού πια ασθενή . Όμως
αδυνατούν και αναγκάζεται ο γιατρός να
βγάλει την ιατρική ρόμπα , όπου από μέσα
της εμφανίζεται να φορά, σμόκιν κατάμαυρο
που μες την ασπρίλα του θαλάμου, κάνει
μεγάλη εντύπωση.
ΒΒΗ
: (Έκπληκτη
με θαυμασμό)
-Ουάου!!!
ΚΩΣΤΑΣ
-Κότερο!
Ο
γιατρός φεύγει γρήγορα ενοχλημένος
χωρείς να τελειώσει την εξέταση μπρος
το απορημένο βλέμμα του Γιάννη. Τον
γιατρό, ακολουθούν μετά από λίγο οι
τραυματιοφορείς με τον νεκρό πάνω στο
φορείο όπου δεσπόζει το χέρι του να
κρατά θριαμβευτικά την μπλούζα του
γιατρού έχοντας ένα σαρκαστικό χαμόγελο
στο πρόσωπο του .
Στο
βάθος ακούγετε ο εθνικός ήμνος................Η
Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει……
Κώστας
(σηκώνεται
αργά. Στο κοινό)
–Το
είπε και το έκανε!
(Σκεπτόμενος)
–Είναι
σημαντικό πράγμα στις μέρες μας, να
κρατάς τον λόγο σου! Εν αρχή είναι ο
λόγος!
Τραυματιοφορείς
επιστρέφουν με θόρυβο όπως έφυγαν, με
τον ασθενή την μπλούζα κλπ.
ΠΡΩΤΟΣ
–Αναπνέει
γιατρέ αναπνέει!
ΓΙΑΤΡΟΣ
εμφανίζεται
φορώντας μια μπλούζα λιγδιασμένη και
πολύ βρώμικη)
- Δεν θέλω να τον ξαναδούν τα μάτια μου!.
(Πεισμωμένος)
–Πάρτε τον όπως των φέρατε!
ΠΡΩΤΟΣ
–Και
πού να τον πάμε;
ΓΙΑΤΡΟΣ
-Στον
καιάδα! Στο Κέντρο υγείας ! Όπου θέλετε!
Πετάξτε τον στα σκουπίδια!
ΠΡΩΤΟΣ
–Που
να τρέχουμε τώρα! Μπορεί να ξανάπεθάνει!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
(Αφήνοντας
το φορείο)
–Δεν πάω πουθενά!
ΠΡΩΤΟΣ
(πισωπατώντας,
δυνατά) –Παναθεμάσε! Πιάσε το φορείο
γρήγορα! ( Ο
τραυματίας κατρακυλά σαν άψυχη κούκλα
στο πάτωμα)
ΚΩΣΤΑΣ:
(Σπαρακτικά
σε ειρωνικό τόνο)
–Έλεος! Λίγο σεβασμό στους αλλοδαπούς!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Βλέποντας
τον άψυχο σχεδόν ασθενή κάτω, μετανοημένος)
–Καλά βάλτε τον σε ένα κρεβάτι! (καθώς
οι τραυματιοφορείς τον τακτοποιούν)
–Να του χορηγηθεί αμέσως ορός, γρήγορα!
Ειδοποιήστε την νοσοκόμα, έρχομαι σε
μισό λεπτό! (Φεύγοντας
στον Ασθενή)
–Το συκώτι σας είναι στο ψυγείο του
διαδρόμου,… το μισό. (κοντοστέκεται)
–Είναι αλλοδαπός;!
ΚΩΣΤΑΣ
(με
μυστικό τρόπο)-Ναι
απ το Ναύπλιο
ΓΙΑΤΡΟΣ
(στον
ίδιο τόνο)
-Τσι τσι τσι γέμισε ο τόπος, βρε παιδί
μου! (Δυνατά
με θαυμασμό)
παντός τα ελληνικά τα μιλά τέλεια!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
(Υπηρεσιακά)
–Η μπλούζα σας
Γιατρός
(απότομα φεύγοντας) –Ευχαριστώ
.. .Το ρολόι
γυρίζει με θόρυβο, και στον φεγγίτη το
φως διαδέχεται το σκοτάδι δείχνοντας
ότι περνούν μερόνυχτα...........
(Επισόδιο3ο
Νυχτερινό. Γιάννης, Κώστας, Βιβή)
Φώτα
χαμηλά μια τηλεόραση ακούγετε χαμηλά
να παίζει στο βάθος
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Αδερφή! Αδερφή!
ΚΩΣΤΑΣ:
- Είσαι και φαίνεσαι.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Ποιος σας μίλησε εσάς κύριε;
ΚΩΣΤΑΣ:
- Μπα, βλέπεις κανέναν άλλο εδώ μέσα;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(με
πόνο)
-Την αδερφή θέλω.
ΚΩΣΤΑΣ:
- Α, την αδερφή σου.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Ποια αδερφή μου….. Τη νοσοκόμα.
ΚΩΣΤΑΣ:
- Είναι αδερφή σου, η νοσοκόμα;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(απελπισμένα)
-Θεέ
και κύριε! Πρώτη φορά έρχεστε σε νοσοκομείο
κύριε;
σελ.(13)
ΚΩΣΤΑΣ:
-Πρώτη και τελευταία. Και δεν ήρθα, με
φέρανε. Ο Νότης. Άμα βγω έξω θα στον
κανονίσω …..(κατ’
ιδίαν)
ανώμαλε!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(με
βογκητό
πόνου,
δυνατά)
-αδερφή ηη!
Στην
πόρτα εμφανίζεται η Βιβή, καλοφτιαγμένη.
Από την τσέπη της ξεπροβάλει ένα περιοδικό
μόδας.
ΒΙΒΗ:
(Εκνευρισμένη
πατά ένα διακόπτη και ανάβει κανονικό
φως)
-Τι έγινε πάλι κύριε Γκαρίτση; (αυστηρά)
Εσάς θα έχουμε όλη την ώρα; Τι είναι
πάλι;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Πονάω! Δε μπορώ να ενεργηθώ! Ααααααχ!
ΒΙΒΗ:
Άντε πάλι. Ξέχασες ότι πριν από λίγο σε
πήγα στην τουαλέτα;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(απορημένα)
-Α μπα, ενεργήθηκα;
(Εκείνη
τη στιγμή μπαίνει μια άλλη νοσοκόμα και
απευθύνεται στην πρώτη. Φαίνεται
βιαστική).
ΚΟΥΛΑ:
-Έλα, έλα ξεκίνησε.
ΒΙΒΗ:
-Κάνε μου τη χάρη Κούλα, πιάσε σε παρακαλώ
μια stedon.
ΚΟΥΛΑ:
-Πάω.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Τι είναι αυτό;
ΒΙΒΗ:
Τίποτα, μην ανησυχείτε…. Θα σας ηρεμήσει
και θα κοιμηθείτε σαν πουλάκι…. (έρχεται
η Κούλα με την ένεση, η Βιβή την παίρνει
και την ετοιμάζει με θεαματικό τρόπο).
-Για γυρίστε.
ΚΩΣΤΑΣ:
(κοιτώντας
με εκδικητική διάθεση)
–Βάρτου, βάρτου του ξενοκαρφίτη!!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
από πού; (η
νοσοκόμα τον γυρνάει και του την κάνει
στα γρήγορα.)
-Ωωωχχχ!!!
ΒΙΒΗ:
(δίνοντάς
του ένα βαμβάκι)
Πιάστε εδώ και τρίψτε καλά.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Πού;
ΒΙΒΗ:
Εδώ. (Σβήνει
το φως αποχωρώντας χαρούμενη μαζί με
την Κούλα.)
Πέφτει
ησυχία. Από το βάθος ακούγεται ένα
επεισόδιο της Τ.V.
Ο ασθενής Β, που μέχρι στιγμής είχε
λουφάξει, σηκώνεται στηριζόμενος στο
σιδερένιο σωλήνα του ορού κρατώντας με
το άλλο του χέρι τη μέση του. Το κεφάλι
του είναι φασκιωμένο. Φορά μακριά
νυχτικιά άσπρη και ρόμπα. Πλησιάζει τον
Γιάννη, ο οποίος είναι ξερός με το στόμα
ανοιχτό. Αναπνέει γρήγορα.
ΚΩΣΤΑΣ:
(σκύβοντας
πάνω του)
Μπάρμπα! Ε, μπάρμπα!...Συγνώμη ρε μπάρμπα
αλλά ο πόνος με κάνει ατίθασο, ο πόνος
με κάνει νευρικό, είναι και τα χάπια...
Ε! Είσαι καλά τώρα; Ε! Μπαρμπούλη!; Βρε
μπάρμπα;
(Ο
Γιάννης δεν απαντά ούτε κουνιέται. Ο
Κώστας έρχεται προς το κοινό, καθώς
πλησιάζει στην “ράμπα” κοιτά τον ασθενή
και μετά το κοινό. Επιγραμματικά
τονίζοντας τις λέξεις)
:
-Σ α ν π ο υ λ ά κ ι ! ! !
ΑΥΛΑΙΑ
(Μπαίνει η χορωδία. Πίσω απ αυτήν αλλάζει
το σκηνικό)
Μουσική
( Νανούρισμα) Να! Να, να, να
Να!
να, να να, να να να να, να να! Να να να!
πουλάκι
ξένο , ήρθε εδώ
να
βρει χαρά, να βρει νερό!
Σε
άλλο τόπο θήλασε τα πρώτα,
τα
είδωλα τα φώτα!
Ποια
ομορφιά τα μάτια του παγίδευσε
ποιο
όνειρο,σε μας εδώ, το οδήγησε.
Από
άλλο τόπο μακρινό
πουλάκι
ξένο ήρθε εδώ
σελ.(14)
εδώ,
για να χει αντάμα,
το
γέλιο του στο κλάμα )
Επεισόδιο
3ο Εισαγωγή του Στράτου
Στράτος,
Λευτέρης, Τάκης, Ζαχάρο
Εισέρχονται
οι τραυματιοφορείς με το φορείο,τους
ακολουθεί ο κυνηγός.
ΠΡΩΤΟΣ
–Τον γιατρό,
γρήγορα τον γιατρό!
(Από
τις δύο εισόδους της σκηνής εμφανίζονται
ταυτόχρονα ο Γιατρός και ο Κυνηγός)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ(σπαραξικάρδια)
–Ήταν ατύχημα, ήταν ατύχημα!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
(Αυστηρά)
–Πάλη εσείς;!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
–Η εποχή του κυνηγιού, ξέρετε
ΓΙΑΤΡΟΣ:
(Κοιτά
γύρο του απελπισμένα καθώς οι
τραυματιοφορείς ακουμπάνε τον τραυματία
όπως, όπως, επάνω στο κρεβάτι πλησιάζωντας
των νεοφερμένο)
-Πως!
Βεβαίως το έχουμε εμπεδώσει! Το καταλάβαμε!
Μα μην επιμένετε άλλο!!!…
ΠΡΩΤΟΣ
–Α ατύχημα!
Σε λήγω θα ανατινάξετε το νοσοκομείο
και θα μας πείτε ότι ήταν ατύχημα!
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
-Μην το
ξαναπείς αυτό!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
-Ποιο;
ΔΕΥΤΕΡΟΣ:
-Αυτό, ότι ήταν ατύχημα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
Μα α α
ΔΕΥΤΕΡΟΣ:
- Βρε τραυμάτισες τον άνθρωπο στο
καΐκι του, μέσα! Τη δουλεία είχες στον
μόλο με το δίκαννο (κάνει
νόημα στον πρώτο, οτι έχουν να κάνουν
με τρελό)
–Ούτε οι Αμερικάνοι δεν δείχνουν τέτοιο
θράσος
ΓΙΑΤΡΟΣ:
-Σας παρακαλώ
να συγκεντρωθούμε, εξετάζω τώρα
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
(απολογητικά)
-Νεροπούλια και πάπιες, αγριόπαπιες
ΠΡΩΤΟΣ:
-Βρε θα μας
τρελάνεις τώρα! πάπιες στην Αίγινα;; Πας
καλά;;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Λευτέρη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
-Συγνώμη Γιάννη μου, συγνώμη..
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Μου 'φερες παρέα;;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
-Άσε με βρε Γιάννη , στην ατυχία μου!
Φωνή
από έξω –Την
πάπια γρήγορα! Χέστηκε η Μαγδάλο!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
(Παίρνοντας
χαρούμενη όψη,
κατεβάζει
το δίκαννο απ τον ώμο του).
–Πάπια!!!
(κοιτώντας
υποτιμητικά τους τραυματιοφορείς,
φωνάζει δυνατά).
Αφήστε
την πάνω μου!
(φεύγοντας
προς την μεριά που ακούστηκε η φωνή).
–Έχω
βαρεθεί τις πέρδικες, και τους ξερόλες!
(Τον
ακολουθούν οι τραυματιοφορείς).
ΠΡΩΤΟΣ:
-Πάμε, Πάμε! Θα μας φάει λάχανο ο
στραβός!
ΓΙΑΤΡΟΣ
(Τελειώνοντας
την εξέταση)
–Παρακαλώ!
Σας παρακαλώ ησυχία! Που είναι οι
νοσοκόμες!
Φωνές
από έξω –Εδώ
καθαρίζουμε την Μαγδάλο!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
–Ελάτε
αμέσως εδώ! Δεν μπορώ να λειτουργήσω
υπό τέτοιες τις συνθήκες
(Η
Βιβή μπαίνει με ένα άσπρο δοχείο πίσω
της ακολουθεί ο κυνηγός)
ΚΩΣΤΑΣ:
–Τι
βρόμα είναι αυτή;;!
ΒΙΒΗ:
(στον
γιατρό)
–Τη
να προκάνω;
(Στον
κυνηγό)
–Εσύ,
γιατί με πείρες από πίσω χριστιανέ μου;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
–Για
την πάπια!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
– Μα
πια πάπια;
ΒΙΒΗ:
(νευριασμένη)
–Ώστε
θέλετε την πάπια;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
( Ντροπαλά)
–Ε
,η εποχή του κυνηγιού ξέρετε…
ΒΙΒΗ:
(του
φέρνει την πάπια στο κεφάλι)
–Ε,
Πάρε την πάπια!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
–Τι
κάνετε;
σελ.(15)
ΒΙΒΗ:
–Τι
να προκάνω; Έχω τρελαθεί εδώ μέσα!
ΓΙΑΤΡΟΣ:
(κρατώντας
το γέλιο του)
–Βάλτε
μια τάξη για να μπορέσω να, να αναλάβω
τα καθήκοντα μου! (Στον
κυνηγό)-Κι
εσείς πηγαίνετε !
ΛΕΥΤΕΡΗΣ:
(τινάζοντας
από πάνω του το περιεχόμενο του δοχείου)
–Εγώ
νόμιζα…
ΓΙΑΤΡΟΣ:
–Πηγαίνετε
εδώ είναι νοσοκομείο δεν είναι παχιωράχη!
Κι εσείς δεσποινίς μου καταλάβετε ότι
αυτό το λέμε δοχείο νυκτός και όχι
πάπια!, Βάλτε του έναν ορό, και καθαρίστε
εδώ μέσα! (αποχωρεί)
–Έρχομαι σε μισό λεπτό!
(Ο
γιατρός
αποχωρεί ενώ εμφανίζετε φουριόζος ένας
άντρας, γύρω στα 45, φοράει αγροτική
φόρμα, γαλότσες και έχει στην πλάτη του
ψεκαστήρα. Πάει στον καινούργιο).
ΤΑΚΙΣ:
(απελπισμένα)
Μπαμπά… μπαμπά… μόλις που το’ μαθα….
Ήρθα.. μα πώς…. Τι;…..
ΣΤΡΑΤΟΣ:
Και σού’ πα παιδάκι μου, μην ψεκάζεις
κοντά στο παράθυρο της κουζίνας.
ΤΑΚΗΣ:
(σοβαρά)
μα τι λες πατέρα, εκεί είναι η καλύτερή
μας φιστικιά. Τέσσερις τόνους φιστίκια
δίνει το χρόνο!
ΣΤΡΑΤΟΣ:
Μ
απέθαντες.
ΤΑΚΗΣ:
Μπαμπά,
μα τι μου λες, ήπιες όλο το μούστο, το
ξέχασες;
ΣΤΡΑΤΟΣ:
Και
τις κότες;
ΤΑΚΗΣ:
(δήθεν
ξαφνιασμένος)
Τι τις κότες;
ΣΤΡΑΤΟΣ:
-Α….. τις ψέκασες!!!
ΤΑΚΗΣ:
(θυμωμένα)
-Πατέρα σταμάτα να μου φέρεσαι σα να
‘μαι παιδάκι. Μεγάλωσα πια. Σταμάτα να
μου λες τι να κάνω. Είμαι άντρας, έχω
οικογένεια, συντηρώ τα ζωντανά, τα
χωράφια μονάχος μου, και συ πας και
πίνεις τα σώσματα και δεν αφήνεις να
ψηθεί το κρασί στο βαρέλι… Ξημεροβραδιάζεσαι
στου Βατζούλια και στου Λέκα…
ΣΤΡΑΤΟΣ:
- Α
αααααα πονάω! (σιγανά)
Δε μ’ ακούς και με πικραίνεις.
ΤΑΚΗΣ:
(συμπονετικά
σε χαμηλό τόνο)
- Μπαμπά μου έλα τώρα να γίνεις καλά και
θα τα λύσουμε όλα….. Σάμπως δεν ξέρεις
τι γίνεται στον κόσμο;…. Ζώα, δέντρα,
όλα αρρωσταίνουν, ψοφούν ομαδικά!
Φοβούμαι πως έρχεται κι η σειρά μας.
Καταλαβαίνεις; Εσείς ζήσατε, εμείς δεν
ξέρουμε. Γι αυτό εγώ έχω το νου μου. Πες
μου τώρα τη ήθελες στο λιμάνι;
ΣΤΡΑΤΟΣ:
- Την
βάρκα, να ανοιχτώ, να αναπνεύσω το
πέλαγο!...Μα
τις κότες;
ΤΑΚΗΣ:
- Προληπτικά
μπαμπά τις πέρασα ένα χέρι θειάφι και
γαλαζόπετρα, προληπτικά. Και για να τις
ξεχωρίζουμε! Οι δικές μας , να ξέρεις,
είναι οι μπλε, και του γείτονα οι
κόκκινες!...Μα Μπορεί να πνιγόσουν. Το
ξέρεις;
ΣΤΡΑΤΟΣ:
-Έβαψες
και τις κότες του γείτονα;; (πικραμένα)
-Χίλιες
φορές να μ΄ έπαιρνε η θάλασσα, μα με
πρόλαβε του κυνηγιού το βόλι!(σηκώνει
το κεφάλι του και τον κοιτά σα να τον
βλέπει για πρώτη φορά.
Έπειτα
πέφτει ξέπνοος και μουρμουρίζει
μονολογώντας)
-Κι όμως εσύ δεν είσαι ο γιος μου!...
ΤΑΚΗΣ:
-Πάω
να αλλάξω μπαμπά κι έρχομαι, μη
φύγεις(Φεύγοντας,
κάνοντας
το σταυρό του, προς το κοινό)
Παναγιά μου, άρχισε να μη με γνωρίζει.
(Λίγο
πριν φύγει,κάνει την εμφάνισή της μια
μεσόκοπη ασθενής)
ΖΑΧΑΡΟ:
(περπατώντας
αργά, κόβει τον δρόμο του Τάκη)
- Τάκη; Τη κάνεις εδώ παιδί μου;
ΤΑΚΗΣ:
- Τη να κάνω...
ΖΑΧΑΡΟ:
(Με
μητρικό ενδιαφέρον)
-Έπαθες τίποτης; Είσαι καλά;
ΤΑΚΗΣ
(Βιαστικά)
-Καλά, καλά είμαι θείτσα. Να, φέραμε τον
μπαμπά...
ΖΑΧΑΡΟ:
(Έκπληκτη)
– Τον Στράτο; Τη έπαθε ο Στρατής;;
ΤΑΚΗΣ:
Μέθυσε! Λιώμα έγινε θείτσα, και πήγε,
στο μόλο μεθυσμένος, να πάρει τη βάρκα...
Τώρα, πάω να αλλάξω, ξανάρχομαι....
ΖΑΧΑΡΟ:
-Έπεσε στο νερό;!
ΤΑΚΗΣ:
-Ποιο νερό! Τον πυροβολήσανε!
ΖΑΧΑΡΟ!
- Παναγιά μου! Τον Στράτο; Που ΄ναι τώρα;
ΤΑΚΗΣ
(Της δείχνει) -Εδώ
στο κρεβάτι... πάω, πάω τώρα, κι έρχομαι,
κάμε του λίγο παρέα! Έρχομαι!!(φεύγει)
σελ.(16)
ΖΑΧΑΡΟ:
(Πλησιάζει τρέμοντας το κρεβάτι του
Γιάννη). -Στρατή;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Δίπλα μάνα, δίπλα! Αυτός είναι ξένος
ΖΑΧΑΡΟ:
-Δεν υπάρχουν ξένοι εδώ μέσα, παιδάκι
μου,
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Πες του, τίποτα κυρούλα μου, να μην τα
πάρω! Να εδώ είναι ο άνθρωπος που
ψάχνεται... πως είπαμε σας λένε;
ΖΑΧΑΡΟ:
-Ζαχαρένια με φωνάζουν. Στρατή!
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Αφήστε τον, αναπαύεται τώρα
ΜΑΓΔΑ:(εμφανίζεται
μια γυναίκα της ίδιας ηλικίας)
– Ζαχαρούλα! Που είσαι;
ΖΑΧΑΡΟ:
-Αχ τον Στρατή! Φέρανε τον Στρατή!!
ΜΑΓΔΑ:
(πλησιάζει) – Ναι!; Είναι καλά;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Το θηλαίων!
ΚΟΥΛΑ:
(Εμφανίζεται με τον ορό η Κούλα,
μην δίνοντας σημασία, στην κουβέντα
τους, τακτοποιεί τον ορό με τρόπο που
να δείχνει ότι συχαίνεται)
ΜΑΓΔΑ:
(Έκπληκτη) -Μα δεν είναι ο Στράτος
αυτός!
ΖΑΧΑΡΟ:
-Τη λες καλή μου, μόλις τώρα έφυγε ο γιος
του!
ΜΑΓΔΑ:
-Ναι; Σαν να τον θυμάμαι! Πω, πω! Μα πώς
έγινε έτσι... Στράτο!
ΣΤΡΑΤΟΣ:
-Τη 'ναι;
ΜΑΓΔΑ:
-Εγώ είμαι! Η Μάγδα!
ΣΤΡΑΤΟΣ:
-Α! Καλά!
ΖΑΧΑΡΟ:
- Δεν καταλαβαίνει...
ΚΟΥΛΑ
-(Τακτοποιώντας τα σκεπάσματα του
λίγο απότομα) -Ναι! Αφήστε των ήσυχο.
ΖΑΧΑΡΟ:
-Σιγά κοπέλα μου, τον(ε) πονάς
ΚΟΥΛΑ:
(Υπηρεσιακά) – Πάτε στα κρεβάτια
σας να ξαπλώσετε, τον φροντίζουμε εμείς
τώρα!
ΜΑΓΔΑ:
Άσε κοπέλα μου, να τον δούμε ! Λίγη
συντροφιά,θ α του κάμουμε και μετά πάμε!
ΖΑΧΑΡΟ:
-Ναι! Θέλει παρέα! Ε! Στράτο;!
ΣΤΡΑΤΟΣ:
Ε!
ΚΟΥΛΑ:
-Δεν τον βλέπεται; Είναι αναίσθητος;!
ΜΑΓΔΑ:
-Καλά δεν θα μιλάμε, λήγω, κοντά του να
κάτσουμε, μην χρειαστεί κάτι!
ΚΟΥΛΑ:
(Καθώς φεύγει) -Καλά, μα την ώρα
μεσημεριανού να βρίσκεστε στα κρεβάτια
σας, για το φάρμακο σας!
Σελ.(17)
ΖΑΧΑΡΟ:
(Ευγενικά) -Ναι αμέ, (μόλις
φεύγει, κουνώντας επιδοκιμαστικά το
κεφάλι. Στη Μαγδάλο)
– Πολύ που την νοιάζει!
ΓΙΑΝΝΗΣ:(τον
πιάνουν οι πόνοι) -Ωχ! Αχ!
ΜΑΓΔΑ:
-Είσαι καλά; Πονάς παλικάρι μου; Πονάς;;
ΖΑΧΑΡΟ:
- Θες κάτι;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Μην δίνεται σημασία , αυτός βογκάει για
ψύλλου πήδημα!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Να ενεργηθώ! Θέλω να ενεργηθώ!
ΖΑΧΑΡΟ:
-Λίγο νερό
ΚΩΣΤΑΣ:
-Να, δώστε του το δικό μου
ΜΑΓΔΑ:
Πετάξου φέρτο δοχείο παλικάρι μου! Θα
τα κάνει πάνω του!
ΚΩΣΤΑΣ:
-Ποιος; Εγώ;
ΜΑΓΔΑ:
-Άσε, άσε, θα πάω εγώ...Ξέρω που
είναι!(Αποχωρεί)
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
...ήσουν καλός ήσουν γλυκός είχες τις
χάρες όλες, όλα τα αστέρια του ουρανού
του κήπου όλες τις βιόλες...
Σκηνή
5η
ΔΙΑΛΟΓΟΙ
ΑΣΘΕΝΩΝ
Σκηνικό
διάδρομος νοσοκομείου. Φώτα κανονικά.
Δυο ενήλικες ασθενείς βαστώντας τα
stands,
από τα οποία κρέμονται εμφιαλωμένα
νερά, περιφέρονται ώσπου ο Γ συναντιέται
με τον Β στο κέντρο της σκηνής. Κατά την
διάρκεια του διαλόγου, πίσω απ τους
κεντρικούς χαρακτήρες πηγαινοέρχονται
,ασθενείς επισκέπτες, νοσοκόμες γιατροί,
κλπ. Στο βάθος και κεντρικά της σκηνής
είναι ένας μεγάλος πλούσιος καναπές.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(Κοιτά
τον Β από πάνω ως κάτω, κοιτά το stand
όπου αντί
για ορό έχει ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο
νερό ανάποδα)
-Μητροπολίτης;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Όχι, νεφροπαθήτης. (κοιτώντας
και οι δύο το μπουκάλι)
Το νερό της Αίγινας ξέρετε… Εσείς;
Επίσκοπος;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Μπα! Μεσήκοπος πασών ασθενειών τε
και νόσων!
ΚΩΣΤΑΣ:
-Νήσων;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Νόσων, νόσων. (Χαμηλώνοντας
το κεφάλι)
Πρέπει να στο πω μια και η μοίρα μας
έκανε γείτονες.( με
μυστικότητα)
Εμένα που με βλέπεις, Έχω γυρίσει όλα
τα νοσοκομεία. Βενιζέλου, Μεταξά, Παπάγου,
παντού μου λένε δεν έχεις τίποτα. (βγάζει
από την τσέπη του ένα θερμόμετρο)
Βλέπεις;
ΚΩΣΤΑΣ:
- Τι;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(συνωμοτικά)
- Έχω το δικό μου θερμόμετρο! Όχι θα
τους αφήσω να με ξεγελάσουν! Μετά το
δικό τους! Βάζω το δικό μου.
ΚΩΣΤΑΣ:
(με
περιέργεια)
-Και; Υπάρχει διαφορά;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(στενάχωρα)
-Όχι μεγάλη, μα πάντα λίγα χιλιοστά
(συνωμοτικά)
Ξέρετε τι γίνεται.
ΚΩΣΤΑΣ:
(παρηγορητικά)
-Πώς… πώς…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(με
παράπονο)
-Εμένα που με βλέπεις, έχω πέντε
αδέρφια.
ΚΩΣΤΑΣ:
-Να σας ζήσουν!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
(σαν
να μην άκουσε)
…- Θαμμένα.
ΚΩΣΤΑΣ:
-Μπαρδόν;
σελ.(18)
ΓΙΑΝΗΣ:
-Εγώ είμαι ο δεύτερος και έμεινα
τελευταίος! (με
πόνο)
Ήρθε τώρα κι η σειρά μου…
ΚΩΣΤΑΣ:
-Ναι
…..
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Και όλοι να μου λένε ότι δεν έχω
τίποτα! Όλα τα νοσοκομεία έχω γυρίσει!
ΚΩΣΤΑΣ:
(στοχαστικά)
-Αχ! Έχετε πολύ μεγάλο και βαθύ
ψυχικό πόνο αδερφέ μου, και η επιστήμη
μας αδυνατεί να τον εξηγήσει. Η διάγνωση,
όπως καταλαβαίνετε, αφορά μόνο το υλικό
μέρος της μικρής μας ύπαρξης… Η ζωή,
ανυποψίαστη, οδηγεί το πιο μεγάλο
δημιούργημά της, τον άνθρωπο, στο χαμό!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
…-Έξι πολύποδες μου βρήκανε! Στο
Σισμανόγλειο! Μου αφαίρεσαν το μισό
παχύ έντερο! Και μου λένε πως δεν έχω
τίποτα! Ζαλίζομαι, σκουντουφλάω, δεν
μπορώ να κοιμηθώ… τρέμω! (συνωμοτικά)
Να, κοιτάξτε! Έχω τα δικά μου χάπια. (του
δείχνει διάφορα κουτιά)
Αλλά δεν με πιάνουν. Παίρνω του γιατρού,
παίρνω τα δικά μου, τίποτα! Δεν μπορώ να
κοιμηθώ! Πάει! Ήρθε πια η σειρά μου!...
ΚΩΣΤΑΣ:
-Τι ήμαστε; Τίποτα δεν ήμαστε! Να, στο
κρεβάτι που έχετε τώρα εσείς, χθες πέθανε
ο μπάρμπα Στράτος.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Σοβαρά; Και μου το λέτε τώρα; Θα πω
στην αδερφή να με αλλάξει αμέσως!
(απομακρύνεται)
Αδερφή! Αδερφή! (ξαναγυρίζει)
Κανείς δε μ’ ακούει. Μόνο τηλεόραση και
κοκεταρία… «Σ’ όλα τα κρεβάτια κάποιος
έχει πεθάνει.» Είναι απάντηση αυτή;
Είναι απάντηση αυτή σ’ έναν ετοιμοθάνατο;
(κατ’
ιδίαν)
Ας μην ήτανε νοστιμούλα… Τρεις γάμους
έχω κάνει… Την τρίτη την έδιωξα, οι
άλλες δυο έχουν πεθάνει. Ποιος αντέχει
την μοναξιά;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Δεν κατάλαβα; Δηλαδή σκέφτεστε να
ξαναπαντρευτείτε;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Ναι αμέ! Να’ ναι καλή όμως,
νοικοκυρά! (Αναστενάζοντας
βαθιά)
- Έχω θάψει τα αδέρφια μου, έχω θάψει το
γιο μου. Από νεκροταφεία και παπάδες
άλλο τίποτα. Έχω θάψει τη γυναίκα μου,
ε ήρθε και η σειρά μου.
ΚΩΣΤΑΣ:
(ειρωνικά)
-Τι δουλειά, είπες κάνεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Εγώ;… Όλες τις δουλειές… μια σύνταξη
παίρνω… τι να σου κάνει μια σύνταξη;
Έρχονται τρεις γιατροί, με ρωτάει ο ένας
«καπνίζεις;», «ε» του λέω «καμιά δεκαριά
τη μέρα». «τι, πακέτα;» μου λέει. «τι
πακέτα» του λέω, «αν κάπνιζα δέκα πακέτα,
δε θα μου έφτανε η σύνταξη». «Να το
κόψεις» μου λέει, «όχι να μην το κόψεις»,
λέει ο άλλος «να το ελαττώσεις». Ε ποιον
να ακούσω, μου λες;Μεταξά, Τζάνειο,
Σισμανόγλειο, 18 χρόνια τώρα, όλα τα έχω
γυρίσει και παντού μου λένε δεν έχεις
τίποτα.Οι ανιψιές μου τι να κάνουν; Τα
παιδιά τους να κοιτάξουν, τις δουλείες
τους ή εμένα; Γεροσκοπήσεις
έχω κάνει, πλάκες έχω βγάλει, και μου
λένε δεν έχεις τίποτα. Έχω μείνει 15 κιλά
και τι νομίζεις ότι δεν τρώω;; Τ΄άντερά
μου τρώω. Αξονικές έχω κάνει, τα κέρατά
μου έχω κάνει, τίποτα δεν δείχνουν. Πήγα
σε ουρολόγο. «Πονάς;» μου λέει «όχι» του
λέω «δεν έχεις τίποτα» μου λέει. Δεν έχω
γνωρίσει πόνο αλλά δεν αισθάνομαι
καλά!!! 15 χρόνια είναι αυτά, 15 χρόνια! Έχω
κάνει και δυο εγχειρήσεις! Αν ακούσεις
κανένα ότι αυτοκτόνησε, εγώ θα είμαι.
Δε μπορώ ρε παιδί μου σταμάτα το ένα
αρχίνα το άλλο!!!
ΚΩΣΤΑΣ:
-Ας μη μιλάμε για αυτοκτονίες τώρα…
Καλύτερα πιάσε δουλειά στη Vodafone.
ΓΙΑΝΝΗΣ
Ξέχασα να
σου πω, έχω και μια κόρη, απ τον πρώτο
μου γάμο, (αναπολεί)
βρε παιδί μου την είχα ολότελα ξεχάσει!
Βλέπεται; Ξέχασα το ίδιο μου τα παιδί ,
και μου λένε «δεν έχεις τίποτα!»,
παντρεύτηκε όμως, κι έφυγε. Αλλά δεν
πλήττω γιατί στο χωριό έχει αρκετές
χήρες και περνάω καλά.
ΚΩΣΤΑΣ:
-Τι πράμα;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Στο χωριό είμαι ο μόνος άντρας και
έχει αρκετές χήρες.
ΚΩΣΤΑΣ
:
(κλείνοντας
πονηρά το μάτι, επιδεικτικά)
- Α! ααα.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Ναι! Η ποιο μικρή είναι 106 χρονών!
ΚΩΣΤΑΣ:
Και του λόγου σου πόσο χρονών είσαι;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-75.
ΚΩΣΤΑΣ:
-Έλα! Δηλαδή κλάση 21; (με
στόμφο)
Η δοξασμένη 21 σειρά!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Ναι, ναι! Τι ειδικότητα είχες;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Εγώ; Μάγειρας.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Κι εγώ.
Σελ.(19)
ΚΩΣΤΑΣ:
-Μα και πώς δε βρεθήκαμε; Για στάσου,
σε ποια πτέρυγα ήσουν;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Εγώ στην 5η,
εσύ;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Δε θυμάμαι, μάλλον στη 2η.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Ε γι’ αυτό δε βρεθήκαμε. Εγώ που με
βλέπεις ήταν να πάω στην Κορέα!
ΚΩΣΤΑΣ:
-Εμάς μας στείλανε με το ζόρι…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
…έλα όμως που ο πατέρας μου δε μ’ άφηνε.
«Δε μου λες», μου έλεγε, «δε σου φτάνει
το χώμα μας, θα πας να αφήσεις τα κοκαλάκια
σου στην Κορέα;» Και πάω στο διοικητή
και του λέω: «Άκου να δεις φίλε, σβήσε
με από τη λίστα». «Μα τι έγινε» μου λέει,
«Αυτό που σου λέω» του λέω, «εγώ στην
Κορέα δεν πάω!»
ΚΩΣΤΑΣ:
-Εμάς μας πήραν με το ζόρι και ήμασταν
οι τελευταίοι που γυρίσαμε. Ήμουν βλέπεις
μάγειρας στη λέσχη των αξιωματικών,
αλλιώς θα ήμουν τα κόκαλα που φέραμε
επιστρέφοντας πίσω. 7 μήνες έμεινα και
2 τα πηγαινέλα 11 μήνες.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Εγώ…
ΚΩΣΤΑΣ:
-Ανά τρεις χιλιάδες ένα τάγμα στέλνανε
κάθε τόσο επί Παπάγου, και μόλις πέθανε
αυτός, συνέχισε να στέλνει ο Καραμανλής.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Τώρα που είπες Καραμανλής. Όταν μας
φέρανε, τότε στον στρατό, τα ψηφοδέλτια,
ήταν όλα στο όνομά του, ε και πετάγομαι,
όχι εγώ ένας που λεγόταν Τσιμπουρδόπουλος
Νικόλαος και λέει: «Για σταθείτε ρε
παιδιά, τόσα κόμματα υπάρχουν, μόνο τον
Καραμανλή εμείς θα ψηφίσουμε;» 20 μέρες
φυλακή έφαγε…
ΚΩΣΤΑΣ:
-Την πιο μεγάλη ζημιά την έπαθαν οι
Τούρκοι και εμείς., Τους Τούρκους τους
ανατινάξανε… Ένα τρένο με 11000 στρατό,
καθώς διάβαινε μια γέφυρα! Οι ίδιοι οι
Αμερικάνοι θερίσανε και μας!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Δηλαδή;
ΚΩΣΤΑΣ:
-Μπροστά στέλνανε πάντα τους Έλληνες.
Εκεί, είχε παντού αμμόλοφους με λίγα
πουρνάρια, δεν υπήρχε μέρος να ταμπουρωθείς.
Έπειτα ακολουθούσαν οι Αμερικάνοι και
μετά όλοι οι άλλοι. …Ήταν που λες ένα
σημαντικό ύψωμα που μέχρι τότε δεν
μπορούσαν να το καταλάβουν οι Αμερικάνοι.
Στείλανε λοιπόν εμάς. Πρώτα είχαν
αποφασίσει αεροπορική επιδρομή … Μόλις
οι Έλληνες κατέλαβαν το ύψωμα, ήρθαν τα
αμερικάνικα βομβαρδιστικά και μας
θέρισαν! 3000 παλικάρια φάγανε! Κακή
συνεννόηση, έλεγαν μετά. Είχαν κάνει
λάθος την ώρα! Ψέματα! Δεν το χώρεσε ο
εγωισμός τους ότι οι Έλληνες που παίρνανε
20 δολάρια μισθό, ενώ αυτοί 60, θα πολεμούσαν
με ψυχή!!! Αυτοί που χάθηκαν δεν ήταν
μισθοφόροι, ήταν κανονικοί στρατιώτες,
τι να πεις… Σαν γυρίσαμε με δόξες και
τιμές και κάργα φέρετρα, μας μοιράσανε
οφίκια, δηλαδή θέσεις στις δημόσιες
υπηρεσίες. Τότε οι δημόσιοι έπαιρναν
ψίχουλα, δεν είναι όπως τώρα… Αν είχες
κομμένο πόδι, έπαιρνες περίπτερο. Αν
είχες δυο κομμένα πόδια, ταξί.
ΓΙΑΝΗΣ:
-Ταξί;
ΚΩΣΤΑΣ:-
Την άδεια.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
- Ωραία! Μετά την απελευθέρωση από τους
Γερμανούς πέντε χρόνια ξεκούραση και
μετά πάλι πτώματα…
ΚΩΣΤΑΣ:
Βρώμικοι οι Γερμανοί. Για έναν νεκρό
Γερμανό, 20 δικούς μας… Για δύο, 40… είχαν
κρεμάσει τόσους μια φορά και σαν να μην
έφτανε αυτό, με ένα μυδράλιο τους θέρισαν
κι από πάνω…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Κοίτα να δεις όμως. Και παιδιά κάναμε
και εγγόνια… Ζήσαμε!
ΚΩΣΤΑΣ:
- Παλιοφάρα οι Αμερικάνοι… Αυτοί τα
έκαναν όλα… Γιατί στην Κύπρο;… Άστα…
Και πάντα στέλνουν τους άλλους και μετά
«μας συγχωρείτε, λάθος» και κάθονται
και γελάνε!!!
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Γιατί οι Εγγλέζοι; Στον εμφύλιο;
ΚΩΣΤΑΣ:
- Άλλοι αυτοί… Σάμπως οι Γάλλοι;…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
Εμ; Η μεγάλη Ελλάδα ήταν πρόσχημα για
να μας βάλουν στη μέση να μας χορέψουν
στο ταψί… Γιατί βλέπεις από τον Πόντο,
την Ιωνία και σ’ όλα τα παράλια ήταν οι
Έλληνες απλωμένοι… Αλλά πάρε βασιλιά,
πάρε σύνορα, πάρε κόμματα… διαίρει και
βασίλευε και άγιος ο θεός… Μπλα, μπλα,
το γένος κι η ορθοδοξία.
ΚΩΣΤΑΣ:
-Άστα! Ανέβαινε ο ένας, ευλογημένος,
κατέβαινε ο άλλος, ευλογημένος… Και
τώρα οι
σελ.(20)
Ευρωπαίοι!
Δηλαδή πάνω που φτιάξαμε πέντε δραχμές,
να μας τις μαζέψουν οι έξυπνοι οι
Ευρωπαίοι… Για ποιους βωμούς, για ποιες
εστίες;… Άσε δε θέλω να θυμάμαι γιατί
με πιάνει συχνοουρία…
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Έχω
εγώ συχνοουρίες! Και που να δεις στο
ακτινολογικό και στις αξονικές
τομογραφίες. Φαίνεται για; Δε φαίνεται,
ουφ! Μάλλον θα πάω σπίτι μου. Εγώ δεν
πέθανα στην Κορέα, θα πεθάνω εδώ; Φτου,
φτου, φτου! Δεν ήμαστε στα καλά
μας!(Εμφανίζεται
ένας νεαρός ντυμένος με την τελευταία
λέξη της
μόδας)
-Το
εγγονάκι μου! Και το είχα ξεχάσει!
ΦΑΝΗΣ:
Τι έγινε; Πώς τα πας;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Ε, τι να σου πω;
Χτυπάει
το κινητό του νεαρού με ένα από τα
τελευταία hits.
(γαυγισματα)Το σηκώνει.
ΦΑΝΗΣ:
-Έλα. Ναι ρε Bill.
Πέρασα. Ε….. όχι, είπαμε να βρεθούμε στο
YES,
και μετά μια βολτίτσα στο IN
on
the
beach,
και θα κλείσουμε τη βραδιά στο day
by
the
night…..
Ο.Κ., θα σε πάρω μετά γιατί τώρα είμαι με
το θείο. Έλα εντάξει, οκ, οκ, σε κλείνω.
(στον
Γιάννη)
Θείε, γιατί βιάζομαι, ξέρεις;
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Κατάλαβα…. Τα πήρε η μάνα σου….
ΦΑΝΗΣ:
Ούτε ένα τάλιρο.
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Τι να σου κάνω; Δε μου λες, για να με δεις
ήρθες;
ΦΑΝΗΣ:
Ε, και για να σε δω…
ΓΙΑΝΝΗΣ:
-Άργησες!
Την σύνταξη την πήρα χθες και την έδωσα
στη μάνα σου για να κανονίσει με τους
γιατρούς.
ΦΑΝΗΣ:(Αποχωρώντας)
-Ωραία, από αύριο θα γίνω γιατρός, και
να πας εσύ στα χωράφια!….
ΓΙΑΝΝΗΣ
-Μπα, μου
πεις, έχουν μήνη απούλητα χωράφια!(Στον
Κ. αυστηρά)
-Κράτα με
ΚΩΣΤΑΣ
-Από
που;
ΓΙΑΝΝΗΣ
(Νευριασμένος)
-Κράτα με που σου λέω!
ΚΩΣΤΑΣ.
(Τον
πιάνει απ την νυχτικιά)
Ήσυχα Γιάννη ήσυχα...
ΓΙΑΝΝΗΣ
(Ξεσπαθώνει)
-Βρε εγώ καθάρισα τα αδέρφια μου , γι
αυτά τα χωράφια, δηλητηρίασα την μάνα
μου και ξενυχτούσα με κίνδυνο της ζωής
μου,αλλάζοντας νυχτιάτικα, μες το κρύο
και τη βροχή, τα παλούκια, να τα μεγαλώσω
για να αφήσω μια σεβαστή κτηματική
περιουσία στον αχαΐρευτο τον πατέρα
σου, κι αυτός τα ξεπουλάει σ αλλόθρησκους
και τους ξένους, τάχα μου να σε κάμει
επιστήμονα, κι εσύ έμαθες να καπνίζεις
σαν αράπης, να τρέχεις στα Μπέλες ποπ,
και να αλλάζεις laptop,
και μοτοσακό σαν τα πουκάμισα, για ! Για
να κάνεις λεζάντες στις ξετσίπωτες !
Και μου λες να πάω εγώ στα χωράφια; Πιάσε
κάνα τσαπί κι άσε ήσυχο το πουλί σου,ακούς!
(Δυνατά)
-Άσε ήσυχο το πουλί σου! Ακαμάτη, χαραμοφάη
(εμφανίζεται
ο γιατρός με το επιτελείο του, ο Κ τον
τραβά συνθηματικά για να σταματήσει, ο
Γ αγριεύει περισσότερο),
-Ρε θα πεθάνω και συ, θ 'άρχεσαι στον τάφο
μου να μου ζητάς λεφτά για τσιγάρα! Ουφ
ακούς εκεί το βυζανιάρικο, θα μου πει
εμένα, το μαμμόθρεφτο, ουφ ξέσκασα! Άσε
με τώρα. Για! Μια τεράστια περουσία την
κάνατε σκόνη για να μας καταντήσετε
υπηρέτες, και δούλους, στους ξένους!
Ακούς; (γυρνάει
και έρχεται αντιμέτωπος με το βλοσυρό
βλέμμα του γιατρού και της νοσοκόμας.
Τον κοιτούν ακούνητοι αυστηρά ενώ αυτός,
με ένα αρρωστημένο και κακομοίρικο
ύφος, πάει πισωπατώντας στον θάλαμο του
).
Χορωδία:
Τραγούδι ...Ταξιδιώτης του παντός, είμαι
κύμβαλο
αλαλάζων
ΑΥΛΑΙΑ
……………………………………………………………………………..
///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////